- ὑφηγεῖσθαι
- ὑφηγέομαιgo just beforepres inf mp (attic epic)ὑφηγέομαιgo just beforepres inf mid (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οινοχοϊκός — οἰνοχοϊκός, ή, όν (Α) [οινοχόος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον οινοχόο («πειρωμένου ὑφηγεῑσθαι τῶν οἰνοχοϊκῶν», Ηλιόδ.) … Dictionary of Greek
υφηγούμαι — έομαι, Α [ἡγούμαι] 1. προπορεύομαι και δείχνω τον δρόμο 2. (απλώς) δείχνω τον δρόμο 3. υποδεικνύω σε κάποιον τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνει κάτι, τόν καθοδηγώ («μὴ ἃ οἱ θεοὶ ὑφήγηνται ἀγαθὰ μάταια ποιήσητε», Ξεν.) 4. διδάσκω κάποιον 5.… … Dictionary of Greek